Εμμηνόπαυση

Τι είναι εμμηνόπαυση-κλιμακτήριος;

Η εμμηνόπαυση είναι ένας φυσιολογικός σταθμός στη ζωή κάθε γυναίκας, χαρακτηριζόμενη από οριστική διακοπή της εμμήνου ρύσεως. Η εμμηνόπαυση εμφανίζεται γύρω στα 51 χρόνια, με μια απόκλιση 3-4 ετών. Οφείλεται στη διακοπή της παραγωγής ωοθυλακίων από τις ωοθήκες και σημαίνει το τέλος της αναπαραγωγικής ικανότητας. Αποτελεί μια κλινική οντότητα με συχνά έντονη συμπτωματολογία και επιπτώσεις στην υγεία και κατ΄ επέκταση στην καθημερινότητα της γυναίκας. Τα συμπτώματα κάνουν την εμφάνιση τους με την έναρξη της εμμηνόπαυσης ή προϋπάρχουν από την κλιμακτήριο. Η κλιμακτήριος διαρκεί συνήθως 1-2 χρόνια προ της μετάβασης στην εμμηνόπαυση και χαρακτηρίζεται από διαταραχές κύκλου. Οι κύκλοι στην αρχή είναι μικρότεροι, κατόπιν αραιότεροι μέχρι να σταματήσουν εντελώς.
Ποια συμπτώματα χαρακτηρίζουν την εμμηνόπαυση;
Προεξάρχοντα συμπτώματα είναι οι εξάψεις και οι εφιδρώσεις. Οι εξάψεις είναι το χαρακτηριστικότερο και περισσότερο βασανιστικό σύμπτωμα. Σε πολλές γυναίκες οι εξάψεις διαρκούν για πολλά χρόνια μετά τη διακοπή της εμμήνου ρύσεως. Επίσης συχνό σύμπτωμα είναι και η κακή ποιότητα του ύπνου. Χαρακτηριστική είναι και η αλλαγή των συναισθημάτων, με την επικράτηση νευρικότητας, ευερεθιστότητας και κατάθλιψης. Η αδυναμία συγκέντρωσης και η έλλειψη ενεργητικότητας σε συνδυασμό με εύκολη κόπωση, είναι συμπτώματα που εμφανίζονται νωρίς στην πορεία της εμμηνόπαυσης. Σημαντική επίπτωση υπάρχει και στην σεξουαλικότητα της γυναίκας, η οποία χαρακτηρίζεται από μείωση της σεξουαλικής επιθυμίας, ξηρότητα του κόλπου και πόνο κατά την σεξουαλική επαφή. Επίσης, συχνό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλές γυναίκες είναι η αύξηση του βάρους, με την εμφάνιση κοιλιακής κυρίως παχυσαρκίας, η οποία αποτελεί δείκτη αυξημένου κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων, καθώς και η ατροφία του δέρματος με αποτέλεσμα την αύξηση της ρυτίδωσής του.
Ποιες είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις;
Σε αυτές περιλαμβάνονται η οστεοπόρωση, της οποίας η εμφάνιση συσχετίζεται άμεσα με την είσοδο της γυναίκας στην εμμηνοπαυσιακή περίοδο, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και η νόσος Alzheimer. Η οστεοπόρωση είναι μια πολυπαραγοντική νόσος, συχνά απαντώμενη και σοβαρή, δεδομένου ότι αποτελεί το κύριο υπόστρωμα για την πρόκληση κάταγματος με χαμηλό τραυματισμό. Ο κίνδυνος εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως έμφραγμα του μυοκαρδίου και αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, αυξάνει σημαντικά κατά την εμμηνόπαυση, εξαιτίας της άρσης της προστατευτικής δράσης των οιστρογόνων στο ενδοθήλιο των αγγείων και της παράλληλης αύξησης των παραγόντων κινδύνου, όπως η παχυσαρκία, η χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια και η αρτηριακή πίεση. Οι νευρολογικές επιπτώσεις της εμμηνόπαυσης ξεκινούν με διαταραχές μνήμης, όχι λειτουργικά σημαντικές, που στη συνέχεια όμως σε κάποιες γυναίκες μπορεί να εξελιχθούν σε σταδιακή έκπτωση και άλλων νοητικών και συναισθηματικών λειτουργιών.

Τι είναι η ορμονική θεραπεία;
Είναι η υποκατάσταση των ωοθηκικών ορμονών με ορμόνες που χορηγούνται εξωγενώς στην μικρότερη δυνατή δόση. Σε γυναίκες με ακέραια μήτρα χορηγείται συνδυασμός οιστρογόνων με προγεσταγόνο, ενώ σε γυναίκες που έχουν αφαιρέσει τη μήτρα τους ακολουθείται μονοθεραπεία με οιστρογόνα. Όταν οι ασθενείς βρίσκονται ακόμα στη φάση της κλιμακτήριου και παρουσιάζουν διαταραχές κύκλου μπορούν να χορηγηθούν, ανάλογα με το ιστορικό, αντισυλληπτικά δισκία χαμηλής δοσολογίας, μόνο προγεσταγόνα (για να ομαλοποιηθεί ο κύκλος χωρίς οιστρογόνα) ή κυκλική θεραπεία με οιστρογόνα και προγεσταγόνα. Μετά την εγκατάσταση της εμμηνόπαυσης μπορεί να χορηγηθεί συνεχής ορμονική θεραπεία χαμηλής δόσης. Η διάρκεια της θεραπείας εξατομικεύεται με βάση το ιστορικό και τις ανάγκες της κάθε γυναίκας. Η θεραπεία μπορεί να δοθεί σε μορφή χαπιών.
Πότε ενδείκνυται η ορμονική θεραπεία;
Πρωτεύον στόχος της ορμονικής θεραπείας είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής. Είναι σαφής η ανάγκη για χορήγηση ορμονικής θεραπείας σε γυναίκες με πολύ έντονες εξάψεις, διαταραχές ύπνου, αρθραλγίες, νευρικότητα, κόπωση, αδυναμία απόδοσης στην καθημερινότητα και καταθλιπτικά συμπτώματα. Στις γυναίκες με ουρογεννητική ατροφία και σεξουαλική δυσλειτουργία, που δεν έχουν γενικά συμπτώματα, αλλά το πρόβλημά τους εντοπίζεται στον κόλπο ενδείκνυται η χρήση τοπικής θεραπείας με οιστρογόνα στον κόλπο, με μορφή κρέμας ή κολπικών υποθέτων. Η ορμονική θεραπεία παράλληλα προσφέρει προστασία από την αυξημένη οστική απώλεια, που παρατηρείται τα πρώτα χρόνια μετά την εμμηνόπαυση, και εμποδίζει την αύξηση βάρους και την εμφάνιση ατροφιών δέρματος και μυών λόγω της έλλειψης των οιστρογόνων.
Πότε αντενδείκνυται η ορμονική θεραπεία;
Η ορμονική θεραπεία αντενδείκνυται σε γυναίκες με ιστορικό καρκίνου του μαστού, καρκίνου του ενδομητρίου ή των ωοθηκών, ενεργό ηπατοπάθεια ή θρομβοεμβολική νόσο. Οι γυναίκες που κάνουν μακροχρόνια χρήση συνδυασμένης ορμονικής θεραπείας (οιστρογόνα + προγεσταγόνα), συνήθως πάνω από 5 χρόνια, μπορεί να έχουν ελαφρά αυξημένο τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Σε απόλυτους αριθμούς όμως ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού είναι εξαιρετικά μικρός: 2-4 επιπλέον περιστατικά ανά 1000 γυναίκες. Χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες ουσίες στην μικρότερη δυνατή δόση, πρακτικά ελαχιστοποιούμε τον κίνδυνο σε κλινικό επίπεδο. Όσον αφορά στη φλεβική θρόμβωση, ο κίνδυνος από τη ΟΘ αφορά τη θεραπεία με χάπια, και κυρίως εντοπίζεται στις καπνίστριες υψηλού σωματικού βάρους.
Υπάρχει εναλλακτική θεραπεία;
Τα τελευταία χρόνια σαν εναλλακτική θεραπεία του κλιμακτηριακού συνδρόμου χρησιμοποιούνται τα φυτοοιστρογόνα. Πρόκειται για φάρμακα και όχι συμπληρώματα διατροφής και πρέπει να λαμβάνεται υπ΄όψιν η πιθανότητα ανεπιθύμητων ενεργειών. Χρησιμοποιούνται κυρίως σε νέες γυναίκες με φυσιολογική εμμηνοπαύση, καθώς και σε γυναίκες με ήπια συμπτώματα κοντά στην ηλικία της εμμηνόπαυσης. Ενδείκνυται η βραχυπρόθεσμη και όχι η μακροπρόθεσμη χορήγηση τους, λόγω της έλλειψης στοιχείων ασφαλείας.
Πού οφείλεται η πρόωρη εμμηνόπαυση και γιατί είναι απαραίτητη η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης;
Σε πολλές γυναίκες η εμμηνόπαυση εμφανίζεται νωρίτερα από τα 45 χρόνια της ηλικίας, που θεωρείται το κατώτερο φυσιολογικό όριο. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται πρόωρη εμμηνόπαυση. Μία στις εκατό περίπου γυναίκες εμφανίζουν διακοπή της εμμήνου ρύσεως πριν από τα 40 χρόνια της ηλικίας τους. Το φαινόμενο αυτό χαρακτηρίζεται πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια και εμφανίζεται πιο συχνά σε γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό πρόωρης εμμηνόπαυσης, σε γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε γυναικολογικές επεμβάσεις, καθώς και σε γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία. Επίσης πρόωρη εμμηνόπαυση παρουσιάζουν γυναίκες με γενετικές ανωμαλίες (π.χ. σύνδρομο Τurner), καθώς και γυναίκες με φλεγμονή των ωοθηκών, οφειλόμενη σε αυτοαντισώματα (αντισώματα που παράγει ο οργανισμός εναντίων των ίδιων του των κυττάρων).
Η πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια θεωρείται νόσος, δεδομένου ότι σχετίζεται με 3-6 φορές αύξηση του κινδύνου για οστεοπόρωση και πρώιμη καρδιοπάθεια. Ως εκ τούτου όλες οι γυναίκες με πρώιμη ωοθηκική ανεπάρκεια πρέπει να λαμβάνουν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, ανεξαρτήτως της παρουσίας κλιμακτηριακών συμπτωμάτων. Η διάρκεια της θεραπείας είναι συνήθως μέχρι την φυσιολογική ηλικία εμμηνόπαυσης, δηλαδή τα 50-52 έτη της ηλικίας.
Τι περιλαμβάνει ο ετήσιος έλεγχος;
Με την είσοδο στην κλιμακτήριο οι ασθενείς πρέπει να υποβάλλονται σε ετήσιο περιοδικό έλεγχο πραγματοποιώντας τις εξής εξετάσεις:
1. Κυτταρολογική εξέταση κολπικού και τραχηλικού επιχρίσματος κατά Παπανικολάου (ο έλεγχος πρέπει να ξεκινάει από την έναρξη της σεξουαλικής ζωής της γυναίκας και να γίνεται μία φορά το χρόνο).
2. Γυναικολογική εξέταση και υπερηχογράφημα έσω γεννητικών οργάνων.
3. Μαστογραφία (πρέπει να ξεκινάει από το 40ο έτος της ηλικίας).
4. Μέτρηση οστικής πυκνότητας ισχίου ή οσφυικής μοίρας σπονδυλικής στήλης: Στις γυναίκες κάτω των 60 ετών προτιμάται η σπονδυλική στήλη, διότι είναι πιο «ευαίσθητη» στην απώλεια των οιστρογόνων, ενώ μετά τα 60 προτιμάται το ισχίο, διότι είναι πιο αξιόπιστο (η σπονδυλική στήλη στις μεγάλες ηλικίες έχει «άλατα» που μειώνουν την αξιοπιστία της εξέτασης).
5. Εργαστηριακές εξετάσεις: Κατά την έναρξη της εμμηνόπαυσης καλό είναι να πραγματοποιείται ένας γενικός εργαστηριακός έλεγχος, δεδομένου ότι πολλές παράμετροι, όπως η χοληστερίνη, τα τριγλυκερίδια, το σάκχαρο τροποποιούνται κατά την εμμηνόπαυση. Επιπλέον συνιστάται ένας βασικός έλεγχος θυρεοειδικής λειτουργίας, μια και τα προβλήματα θυρεοειδούς είναι συχνότερα στις γυναίκες και αυξάνουν με την ηλικία.
Τί είναι η οστεοπόρωση;
Οστεοπόρωση ονομάζεται η νόσος που χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική μάζα και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστού με αποτέλεσμα αυξημένη ευθραυστότητα των οστών και αυξημένο κίνδυνο κατάγματος.
Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση;
Η λευκή φυλή είναι γονιδιακά προδιατεθιμένη σε οστεοπόρωση. Όσο πιο νωρίς επέλθει η εμμηνόπαυση, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος οστεοπόρωσης. Παράλληλα, η διατροφή πτωχή σε ασβέστιο, το κάπνισμα, καθώς και η υπερκατανάλωση καφεΐνης και οινοπνεύματος αυξάνουν τον κίνδυνο οστεοπόρωσης. Άλλοι συχνοί παράγοντες είναι η καθιστική ζωή και το χαμηλό σωματικό βάρος. Η μακροχρόνια λήψη φαρμάκων (κορτικοστεροειδή, θυροξίνη, αντιεπιληπτικά κ.α.) όπως και διάφορα νοσήματα (ρευματοειδής αρθρίτιδα, υπερθυρεοειδισμός, νεοπλάσματα, υπερπρολακτιναιμία κ.α.) μπορούν επίσης να προκαλέσουν οστεοπόρωση.
Πώς εκδηλώνεται η οστεοπόρωση;
Η οστεοπόρωση αποτελεί μια νόσο, η οποία στα απώτερα στάδια μπορεί να εξελιχθεί σε μια επώδυνη και παραμορφωτική διεργασία με εμφάνιση καταγμάτων, έντονη ραχιαλγία και προοδευτική απώλεια αναστήματος που συνοδεύεται από κύφωση. Παρουσιάζονται χαρακτηριστικά συμπιεστικά σπονδυλικά κατάγματα, κατάγματα της κεφαλής του μηριαίου οστού, καθώς του περιφερικού άκρου της κερκίδας, οδηγώντας σε αναπηρικές καταστάσεις και δυσμορφία με αποτέλεσμα τη μείωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς.
Πώς γίνεται η διάγνωση της οστεοπόρωσης;
Συνήθης μέθοδος για τη διάγνωση της οστεοπόρωσης είναι η μέτρηση της οστικής πυκνότητας με τη μέθοδο DEXA. Η μέτρηση γίνεται κυρίως σε δύο σημεία, συγκεκριμένα στο ισχίο και στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Σύμφωνα με τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO), στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες γίνεται αξιολόγηση του δείκτη Τ-Score. Tιμές Τ-Score μεγαλύτερες από -1 είναι συμβατές με φυσιολογική οστική μάζα. Τιμές από -1 έως -2,5 είναι συμβατές με χαμηλή οστική μάζα (οστεοπενία) και τιμές μικρότερες από -2,5 θέτουν τη διάγνωση της οστεοπόρωσης. Επιπρόσθετα, η ύπαρξη ενός ή περισσότερων οστεοπορωτικών καταγμάτων σε συνδυασμό με T-score χαμηλότερο από -2.5 δηλώνουν εγκατεστημένη οστεοπόρωση. Στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες γίνεται αξιολόγηση του δείκτη Z-Score.
Πώς θα προστατευτείτε από την οστεοπόρωση;
Σημαντικότερο βήμα στην αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης είναι η πρόληψη. Οι γυναίκες στην εμμηνόπαυση λόγω του αυξημένου ρυθμού οστικής απώλειας οφείλουν να υιοθετήσουν καλύτερες υγιεινοδιαιτητικές συνήθειες. Απαραίτητη θεωρείται η αυξημένη πρόσληψη γαλακτοκομικών προϊόντων σε καθημερινή βάση, καθώς και η συμπληρωματική χορήγηση ασβεστίου, ώστε η ημερήσια πρόσληψη να πλησιάζει τα 1500mg ασβεστίου. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι:
1 ποτήρι γάλα περιέχει 300mg
1 γιαούρτι περιέχει 300mg
100γρ. άσπρο τυρί περιέχει 500mg
100γρ. κίτρινο τυρί περιέχει 800mg
Παράλληλα, η έκθεση στον ήλιο αλλά και η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D βοηθά στην καλύτερη απορρόφηση του ασβεστίου από τον οργανισμό. Επίσης συνίσταται η διακοπή του καπνίσματος, ο περιορισμός των οινοπνευματωδών ποτών και των ζωικών πρωτεϊνών. Ουσιαστικά, βοηθά η κινητοποίηση του ασθενούς και η έναρξη σωματικής δραστηριότητας, τέτοια ώστε να ασκείται φόρτιση πάνω στα οστά. Ενδείκνυνται το περπάτημα, το ανέβασμα σκάλας, το τένις, το τρέξιμο, ο χορός και οι αεροβικές ασκήσεις, τρεις φορές την εβδομάδα για 20-30 λεπτά.
Σε περιπτώσεις αυξημένου κινδύνου και με βάση την κρίση του ιατρού μπορεί να είναι απαραίτητη η έναρξη φαρμακευτικής αγωγής. Τα συνήθη σκευάσματα χωρίζονται σε 2 κατηγορίες:
Α) Φάρμακα που μειώνουν την οστική απορρόφηση: Διφωσφονικά, εκλεκτικοί τροποποιητές των οιστρογονικών υποδοχέων (SERMS), ρανελικό στρόντιο, ορμονική θεραπεία και denosumab.
Β) Φάρμακα που επάγουν την οστική σύνθεση: Παραθορμόνη και ρανελικό στρόντιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το σημαντικότερο βήμα στην αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης είναι η έγκαιρη διάγνωση και πρόληψη της. Εφ΄ όσον η ασθενής έχει υποστεί ήδη κάταγμα, η πιθανότητα να υποστεί και επόμενο είναι σημαντικά αυξημένη. Στην περίπτωση αυτή η χορήγηση φαρμακευτικής θεραπείας περιορίζεται στην σταθεροποίηση της νόσου και όχι στην αντιμετώπιση της ασθένειας, καθώς η βλάβη της ποιότητας του οστού είναι σημαντική και μη αναστρέψιμη.